ακροχορδόνα

ακροχορδόνα
(Α ἀκροχορδών -όνος), η κρεατοελιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (Ι) + χορδή.
ΠΑΡ. αρχ. ἀκροχονδρονώδης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • θύμιον — θύμιον, τὸ (ΑΜ) μσν. ενθύμιο αρχ. 1. σμῑλαξ*, το δένδρο δρυς 2. μεγάλη ακροχορδόνα, κρεατοελιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Με την αρχ. σημασία < θύμον. Με τη μσν. < εν θύμιον, ουσιαστικοποιημένο ουδ. τού επιθ. εν θύμιος (< εν + θυμός)] …   Dictionary of Greek

  • κρεατοελιά — η περιγεγραμμένη υποστρόγγυλη θηλωματώδης υπερπλασία τής επιδερμίδας με σημεία υπερκερατώσεως, η ακροχορδόνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρεατο (βλ. κρε[ο] ) + ελιά] …   Dictionary of Greek

  • μπαρδαβίτσα — και μπαζδραβίτσα, η ακροχορδόνα …   Dictionary of Greek

  • μυρμηγκιά — Γενική ονομασία των εντόμων της μεγάλης οικογένειας των μυρμηκιδών, της τάξης των υμενοπτέρων. Είναι γνωστά πάνω από 6.000 είδη μ., που διαφέρουν μεταξύ τους ως προς το μέγεθος και σε διάφορες λεπτομερείς: όλα όμως έχουν μερικά κοινά μορφολογικά… …   Dictionary of Greek

  • μυρμηκίας — μυρμηκίας, ὁ (Α) φρ. α) «μυρμηκίας λίθος» είδος πολύτιμου λίθου που έχει μελανά στίγματα ή εξογκώματα όμοια με μυρμηγκιά, με ακροχορδόνα β) «μυρμηκίας χρυσός» είδος χρυσού με μελανές εκφύσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρμηξ, ηκος, «μυρμήγκι» + κατάλ. ίας… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”